ἑτεροφυῶς

ἑτεροφυῶς
ἑτεροφυής
of different nature
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ετεροφυής — ές (Α ἑτεροφυής, ές) αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως αρχ. αυτός που γεννήθηκε από άλλον πατέρα, ο νόθος ή αυτός που γεννήθηκε από γονείς διαφορετικής εθνότητας. επίρρ... ἑτεροφυῶς (Α) βλ. ἑτεροειδῶς (ἑτεροειδής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φυής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”